δεύτερος

δεύτερος
δεύτερος
1 second ἔνθα δευτέρῳ χρόνῳ ἦλθε καὶ Γανυμήδης Ζηνὶ (sc. as Tantalos had come at another time) O. 1.43 [τραπέζαισί τ' ἀμφὶ δεύτερα (e codd. Athenaei Schweighauser: δεύτατα codd.) O. 1.50]

τὸ δὲ παθεῖν εὖ πρῶτον ἀέθλων· εὖ δ' ἀκούειν δευτέρα μοῖῤ P. 1.99

ἀπ' Ἄργεος ἤλυθον δευτέραν ὁδὸν Ἐπίγονοι (i. e. the road that the original Seven had followed against Thebes) P. 8.42 βασιλεύς, ἐξ ωκεανοῦ γένος ἥρως δεύτερος (ἐξ ωκεανοῦ γὰρ Πηνειός, ἀφ' οὗ ἐγένετο ὁ Ὑψεύς. Σ.) P. 9.15

καὶ δεύτερον ἆμαρ ἐτείων τέρμ' ἀέθλων γίνεται I. 4.67

δεύτερον κρατῆρα Μοισαίων μελέων κίρναμεν Λάμπωνος εὐαέθλου γενεᾶς ὕπερ i. e. for his second victory I. 6.2 n. s. pro adv., Διόθεν τέ με σὺν ἀγλαίᾳ ἴδετε πορευθέντ' ἀοιδᾶν δεύτερον ἐπὶ τὸν κισσοδαῆ θεόν fr. 75. 8. cf. Vit. Pind., P. Oxy. 2438. 8: ἐφ' Ἱπ]πάρχου ἠγώνισται ἐν Ἀθήναι[ς διθυράμ]βῳ καὶ νενίκηκεν (supp. et emend. Lobel).

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δεύτερος — second masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεύτερος — η, ο και δεύτερος, δευτέρα, ο (AM δεύτερος, α, ον) Ι. 1. αυτός που φθάνει, έρχεται ή γίνεται αμέσως μετά τον πρώτο (σε διαδοχή χρόνου) (α. «τερμάτισε δεύτερος» β. «γεννήθηκε δεύτερος» γ. «δεύτερος αὖ προΐει ἔγχος» έσυρε δεύτερος το ξίφος) 2.… …   Dictionary of Greek

  • δεύτερος, -η — ο 1. αυτός που βρίσκεται αμέσως μετά τον πρώτο στην αριθμητική σειρά: Ήρθε δεύτερος στις εξετάσεις της Μαθηματικής Εταιρείας. 2. κατώτερος: Τα προϊόντα αυτού του μανάβη είναι δεύτερα. 3. το ουδ. ως ουσ., δεύτερο καθένα από τα δύο ίσα μέρη στα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Φεβρουάριος — Δεύτερος μήνας του γρηγοριανού ημερολογίου. Έχει 28 μέρες και 29 στα δίσεκτα έτη. Ο μήνας Φ. προσετέθηκε από τον Νουμά Πομπίλιο στον τελευταίο μήνα του ρωμαϊκού έτους. Το 154 π.Χ. μεταφέρθηκε στη σημερινή του θέση. Επειδή ήταν πολύ βροχερός μήνας …   Dictionary of Greek

  • δευτέρω — δεύτερος second masc/neut nom/voc/acc dual δεύτερος second masc/neut gen sg (doric aeolic) δευτερόω do the second time pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) δευτερόω do the second time imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δευτέρων — δεύτερος second fem gen pl δεύτερος second masc/neut gen pl δευτερόω do the second time imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) δευτερόω do the second time imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δευτέρως — δεύτερος second adverbial δεύτερος second masc acc pl (doric) δευτερόω do the second time imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεύτερον — δεύτερος second masc acc sg δεύτερος second neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δευτέραις — δεύτερος second fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δευτέρη — δεύτερος second fem nom/voc sg (epic ionic) δευτερέω pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) δευτερέω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δευτέρην — δεύτερος second fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”